- κοινανία
- κοινανία, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. κοινωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινανία — κοινᾱνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual (doric) κοινᾱνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek